σταχτής

σταχτής
ιά, ί см. σταχτύς

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σταχτής" в других словарях:

  • σταχτής — ιά, ί, Μ [στάχτη] αυτός που έχει το χρώμα τής στάχτης …   Dictionary of Greek

  • σταχτής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα της στάχτης: Τα τρυγόνια έχουν σταχτί χρώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λουτρά Στάχτης — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 280 μ.) στην πρώην επαρχία Ναυπακτίας του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, Α της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυλλήνης …   Dictionary of Greek

  • λευκομυόχρους — λευκομυόχρους, ουν και οος, οον και λευκομυόχρως, ωτος, ὁ, ἡ (Α) σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + μυόχρους «σταχτής»] …   Dictionary of Greek

  • λευκόσπανος — λευκόσπανος, ον (Α) (για ύφασμα) σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + σπανός «σπάνιος σταχτής»] …   Dictionary of Greek

  • μαυρόψαρος — η, ο μαύρος και σταχτής, γκρίζος σκούρος, σκοτεινός («ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαύρος + ψάρος «σταχτής»] …   Dictionary of Greek

  • σπόδιος — ία, ον, και σπόδειος, ον, Α [σποδός] 1. αυτός που έχει το χρώμα τής σποδού, τής στάχτης, τεφρός, σταχτής (α. «σπόδιον χρῶμα», Αριστοτ. β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.) 2. προσωνυμία τού Απόλλωνος («βωμός ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ.… …   Dictionary of Greek

  • υποσποδίζω — Α είμαι ή γίνομαι λίγο σταχτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σποδίζω «καίγομαι, γίνομαι σταχτής»] …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • τεφρός — ή, ό αυτός που έχει το χρώμα της στάχτης, ο γκρίζος, ο σταχτής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»